- βατταλαλώ
- (ε) αμετ.1) болтать; 2) кричать; ругаться; препираться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βατταλαλώ — 1. βγάζω άναρθρες κραυγές 2. λέω λέξεις και φράσεις ασυνάρτητες 3. φλυαρώ 4. κραυγάζω, φωνάζω δυνατά 5. περιφέρομαι άσκοπα εδώ και εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαττολογώ + λαλώ, με συμφυρμό] … Dictionary of Greek